αναπονιπτος

αναπονιπτος
    ἀναπόνιπτος
    ἀν-απόνιπτος
    2
    не(у)мытый Arph.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "αναπονιπτος" в других словарях:

  • ἀναπόνιπτος — unwashen masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναπόνιπτον — ἀναπόνιπτος unwashen masc/fem acc sg ἀναπόνιπτος unwashen neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναπονίπτοις — ἀναπόνιπτος unwashen masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναπονίπτους — ἀναπόνιπτος unwashen masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναπόνιπτα — ἀναπόνιπτος unwashen neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναπόνιπτοι — ἀναπόνιπτος unwashen masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»